Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φιλιωτής — one who reconciles masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλιωτής — ὁ, Α [φιλιώ] (κατά το λεξ. Σούδα) συμφιλιωτής … Dictionary of Greek